Δεν έπαιξα με παιχνίδια μικρός. Ακούγεται περίεργο; Ήμουν πρόσφυγας και ήταν πολυτέλεια... Μόνη μου παρηγοριά τα δωρεάν παιχνίδια... με πιο αγαπημένο το πέτρα-ψαλίδι-χαρτί. Οι δικοί μου βλέπετε, προσπαθούσαν να καλύψουν τις βασικές μας ανάγκες και ακόμα και το πιο φτηνό παιχνίδι ήταν όντως πολυτέλεια. Κλεισμένοι σε ένα δυάρι με τη ζέστη να μας περικυκλώνει στο κέντρο της Αθήνας, η μάνα μου πήρε την απόφαση να μου κάνει ένα υπέροχο δώρο. “Πάμε θάλασσα” μου πρότεινε. Δεν πέρασε πολύς χρόνος από τη στιγμή που το είπε για να κρατώ στα χέρια μου το εισιτήριο για τον επίγειο παράδεισο, τη θάλασσα.
Μέσα σε μια τσαντούλα χώραγαν όλα μας τα είδη θαλάσσης. Δυο πετσέτες και ένα μεγάλο μπουκάλι παγωμένο νερό. Φτάσαμε στον παράδεισο. Εκεί που όλα ήταν δικά μας γιατί ήταν δωρεάν... η θάλασσα, η αμμουδιά, και η σκιά ενός πεύκου... Με μιας βούτηξα και λίγες στιγμές αργότερα βγήκα να παίξω στην αμμουδιά. Ήθελα να φτιάξω τεράστια κάστρα, περίτεχνα ποτάμια που το κύμα θα έμπαινε μέσα και το νερό θα κατευθύνονταν σε μικρές λιμνούλες... Τα είχα όλα στο μυαλό μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι με μόνο σου εργαλείο τα χέρια, δεν είναι τόσο εύκολο. Μπροστά μας έρχεται και κάθεται μια καλοβαλμένη οικογένεια. Με ένα παιδί στην ηλικία μου... Από τη γεμάτη τσάντα τους σαν να βγαίνουν από μαγικό καπέλο, ξεπροβάλλει στην αρχή ένας φανταχτερός νερόμυλος, δυο μικροί κίτρινοι εκσκαφείς σαν αληθινοί και ένα ολοκαίνουργιο, ακόμα σε διχτάκι, κίτρινο σετ με κουβαδάκια. Όλα μου τράβηξαν το ενδιαφέρον αλλά περισσότερο αυτό το προκλητικά καινούργιο σετ. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Παρακολουθούσα εκστασιασμένος κάθε του κίνηση καρέ–καρέ. Έβγαλε τα φτυαράκια τραβώντας τα και έμεινε το κουβαδάκι με ένα στρογγυλό κίτρινο καπάκι με τρύπες που χρησίμευαν στο να ρίχνεις τα υλικά με ακρίβεια. Άνοιγε από το πλάι και ξαναέκλεινε εγκλωβίζοντας μέσα στο κουβαδάκι την άμμο ή το θαλασσινό νερό ή ακόμα καλύτερα τη λάσπη.
Ήθελα τα παιχνίδια του τόσο πολύ... αλλά πιο πολύ αυτό το περίεργο κουβαδάκι γιατί φτυαράκι δεν χρειαζόμουν, είχα τα χέρια μου. Ήμουν πολύ ντροπαλός για να του ζητήσω να παίξουμε μαζί αλλά αρκετά θρασύς για να κάθομαι από απόσταση και να θαυμάζω ό,τι έφτιαχνε προσπαθώντας να αντιγράψω ό,τι έκανε... Τα καλοσχηματισμένα καστράκια του φτιαγμένα με όλα τα εργαλεία ήταν υπόδειγμα παιδικής αρχιτεκτονικής σε σύγκριση με τις δικές μου πρωτόγονες χωμάτινες σπηλιές που κατέρρεαν με το παραμικρό κυματάκι και φτου κι απ’ την αρχή.
Δεν κάθισαν πολύ γιατί σύντομα βλέπω τη μαμά του να σηκώνεται. Αρχίζει να μαζεύει τα δεκάδες παιχνίδια του. Εκεί κάτω από την ξαπλώστρα μισό-θαμμένο στην άμμο ίσα που φαίνονταν το κίτρινο στρογγυλό καπάκι. Παρακαλούσα από μέσα μου “να το ξεχάσει... να το ξεχάσει... να το ξεχάσει...”
Σκέφτομαι “υπάρχει θεός” γιατί βλέπω τη μαμά να απομακρύνεται κρατώντας από το χέρι τον μικρό. Είχα τα μάτια μου καρφωμένα πάνω τους... και όταν ξαφνικά επέστρεψαν για να διαπιστώσουν αν ξέχασαν κάτι, γύρισα γρήγορα το κεφάλι μου από την άλλη μεριά για να μην συναντήσουν το ένοχο βλέμμα μου.
Τους παρακολουθώ μέχρι που φτάνουν στο αυτοκίνητό τους... η μαμά μπαίνει στη θέση του οδηγού και το κεφάλι του μικρού που ίσα που ξεπροβάλλει από το τζάμι, συναντάει το βλέμμα μου και βέβαια το κίτρινο καπάκι. Σκέφτομαι “δεν υπάρχει θεός” καθώς τον βλέπω να το δείχνει στη μαμά του αλλά διαβάζω τα χείλη της... ”ασ’ το τώρα ...θα σου πάρω άλλο...τι αξία έχει...” Αναθαρρεύω όταν βλέπω το αυτοκίνητο να ξεκινά. Τι αξία έχει ένα πλαστικό καπάκι που ξεκόλλησε από την πρώτη κιόλας χρήση; Τι αξία έχει; Για μένα ήταν κιόλας το παιχνίδι μου κι άρχισα να το θεωρώ δικό μου όταν από τη σκόνη που σήκωσε το αυτοκίνητο τους ήμουν σίγουρος ότι δεν μπορούσαν να με δουν να το κρατώ στα χέρια μου.
Με αυτό έφτιαξα ποτάμια που μέσα τους κύλαγε νερό. Πελώρια κάστρα μπροστά στην παραλία χωρίς να με ενδιαφέρει αν θα τα γκρεμίσει το κυματάκι... είχα το εργαλείο για να τα ξανακάνω από την αρχή.
Δεν αργήσαμε κι εμείς να φύγουμε. Πολύ πιο γρήγορα μιας και δεν είχαμε πολλά να μαζέψουμε, η μαμά μου ήταν έτοιμη. Γεμάτος χαρά, πετάω μέσα στη τσάντα μας το κίτρινο πλαστικό καπάκι... “Ασ’ το εκεί που το βρήκες!” ακούω με αυστηρότητα τη μάνα μου... ”Μπορεί να έρθουν το απόγευμα...Δεν είσαι κλέφτης!”.
“Είμαι παιδί” απαντούσα από μέσα μου, ξέροντας όμως πώς στο τέλος της ημέρας είχε δίκιο... Η αλήθεια είναι ότι το άφησα... αφού όμως πρώτα φρόντισα να σκάψω μια μεγάλη τρύπα για να το κρύψω κάτω από το πεύκο... Εκείνο το γέρικο, τεράστιο πεύκο με τη δωρεάν σκιά. Ευχόμουν να μην το βρει ποτέ κανείς... να μην το πάρει κάποιο μεγάλο κύμα για να το ξαναβρώ σε κάποιο από τα επόμενα μπάνια μου....
Πολλά χρόνια μετά, ξαναβρέθηκα εκεί. Τίποτα δεν είναι όπως τότε... αλλά το δέντρο ακόμα πιο γέρικο και ταλαιπωρημένο, το σημάδι μου, στέκονταν εκεί, φύλακας του παιδικού μου θησαυρού. Ο μικρός μου γιος έπαιζε βαριεστημένα με τα δεκάδες κουβαδάκια του... Πήρα ένα από τα δικά του φτυαράκια και άρχιζα να σκάβω. Το βρήκα... το έδειξα στο γιο μου και του διηγήθηκα την ιστορία. Όταν φύγαμε από την παραλία του είπα να το κρύψει... «Κάποιο παιδί μπορεί να μην έχει να παίξει και να το βρει...βλέπεις, η φτώχεια και η προσφυγιά δεν τελειώνουν ποτέ», του είπα... «Ναι...αλλά το περιβάλλον τελειώνει, μας είπαν στο σχολείο» απάντησε μαζεύοντάς το από κάτω...
http://www.amstel-eco.gr/Amstel/el/main.action?catId=59
Πρώτο βραβείο στο Trash Stories της Eco Amstel, 2009...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου