Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Φεύγω από την Αθήνα!

Τελευταία, βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να θέλω να κλωτσήσω συνανθρώπους μου. Αυτό συμβαίνει τις πρώτες πρωινές ώρες κυρίως. Τότε που, σύμφωνα με διεθνείς πανεπιστημιακές έρευνες, ο εργαζόμενος παθαίνει εμφράγματα και η κοινωνία είναι εχθρική. Τότε που γίνεται της κακομοίρας στους δρόμους και οι περισσότεροι αλληλοπατιόμαστε και σπρωχνόμαστε ευγενικά, για να προλάβουμε να πάμε στις δουλειές μας (όσοι έχουμε ακόμη – εννοείται). Αυτές τις ώρες, οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου (που κάποτε ήταν ενωμένοι) μοιράζονται τα πιο εχθρικά συναισθήματα. Όπως κι εγώ.

Ας πάρουμε για παράδειγμα, λοιπόν, το λεωφορείο στο οποίο επιβιβάζομαι σε κατάσταση ύπνου ή σε κατάσταση alarm κάθε πρωί. Εκεί μέσα σπρώχνονται μαζί μου καμιά τριανταριά ακόμη συνάνθρωποί μου, διαφόρων αποχρώσεων και σχημάτων. Προσπαθώ να αυτοσυγκεντρωθώ. Κοντά μου είναι και ο συνταξιούχος του προηγούμενου μαθήματος (που πηγαίνει στην τράπεζα να δει τις καταθέσεις του κλπ). Συνεχίζω την προσπάθεια συγκέντρωσης στον τετραγωνισμό του κύκλου και ξαφνικά τα νεύρα μου τεντώνονται: ένα τερατώδες ακορντεόν βελάζει στ' αυτιά μου και το πασίγνωστο χιτ «άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα» κατακλύζει το λεωφορείο. Κοιτάω με ανάμεικτα συναισθήματα τους οργανοπαίχτες. ΔΕΝ ΘΕΛΩ, σκέφτομαι. Δεν μπορώ να λυπηθώ τέτοια ώρα. Μόλις ξύπνησα κι έχω να πάω στο γραφείο. Το βέλασμα σφηνώνει στο θεόστενο διάδρομο του σκάφους κι εγώ προσπαθώ να βρω την πόρτα. Μα κανένας ρομαντισμός ρε κορίτσι μου; με κοιτάει με λύπηση μία κυρία. Κανένας δυστυχώς μαντάμ. Κοιτάω το μισθό μου κομμένο στα τέσσερα να μπουσουλάει στο πάτωμα του λεωφορείου χωρίς ελπίδα ενηλικίωσης και αναρωτιέμαι πώς θα χωρέσει το πιάνο που έμαθα, στο λεωφορείο της χώρας, που ίσως να μεταναστεύσω. Λάθος όργανο διάλεξα, καταλήγω και πηδάω έξω.

Το απόγευμα κάνω ακόμη ένα λάθος και πάω για καφέ στην πλατεία. Ένας λυπημένος άνθρωπος – ψιλικατζίδικο, ορμάει και αφήνει στο τραπέζι μου ένα ράφι αναπτήρες, φακούς, ανεμιστήρες, μπαλίτσες που αναβοσβήνουν, κοκαλάκια και άλλα άχρηστα και χρήσιμα αντικείμενα. Δεν έχει σπουδάσει μάρκετινγκ και τα ακουμπάει άτσαλα όλα μαζί ανακατεμένα. Ένα χαρτάκι, με όλο το οικογενειακό θρίλερ της ζωής του, τοποθετείται με το ζόρι ανάμεσα στο ποτήρι με το νερό και το τασάκι, ενώ προσπαθώ να κατεβάσω τη δεύτερη γουλιά καφέ. Οι ερινύες αρχίζουν να πετάνε πάνω από την πλατεία. Είμαι κι εγώ μία ένοχη. Δεν χρειάζομαι τίποτα από όλα αυτά που είναι μπροστά μου, αλλά τώρα είναι απόγευμα και δεν είμαι έξαλλη πια. Αγοράζω έναν κιτς αναπτήρα και αισθάνομαι εξιλεωμένη. Το αεράκι διώχνει τις ερινύες μακριά. Ετοιμάζομαι να φύγω, αλλά δεν προλαβαίνω. Από τα δεξιά ένας έφηβος ρομά (για να το πω κομψά και να είμαι politically correct) με παρακαλάει να πάρω λουλούδια με το ζόρι. Ακουμπάει ένα ματσάκι στο τραπέζι μου. Με κοιτάει σαν τον Ιωάννη τον Βαπτιστή πριν τον αποκεφαλισμό. Εγώ η Σαλώμη τον σνομπάρω. Τον εκνευρίζω. Ανταλλάσσουμε ματιές μίσους και έχω την ψευδαίσθηση ότι τον νίκησα. Λάθος. Η σερβιτόρα πιο ξύπνια κατάλαβε. «Άστο κινητό κάτω και πάρε τα λουλούδια σου από το τραπέζι», του φωνάζει. Ο έφηβος και πρώην μελοθάνατος ρομά αρχίζει να διαμαρτύρεται σε άπταιστα ακαταλαβίστικα και σηκώνει το ματσάκι με τα λουλούδια από το τραπέζι. Το κινητό μου είναι από κάτω και αναστενάζει. Ο νεαρός απομακρύνεται. Ευχαριστώ την κοπέλα και φεύγω κι εγώ.

Παίρνω το δρόμο για το Μετρό. Κατεβαίνοντας, συναντάω τον γνωστό ηλικιωμένο με τις σακούλες, που ψαρεύει σκουπίδια στον κάδο έξω από τον ΟΣΕ. Άραγε, τι έχει το μενού απόψε, αναρωτιέμαι...

Ένας νεαρός με μια κοπέλα αγκαλιά θέλουν να με ρωτήσουν κάτι. Σταματάω ανύποπτη. Μήπως έχεις ένα ευρώ; Μήπως σου περισσεύει ένα εισιτήριο; Με κοιτάνε και δεν με βλέπουν στην πραγματικότητα. Μου μιλάνε και ταλαντεύονται. Είναι αλλού. Εγώ, όμως, είμαι εδώ και δεν μου περισσεύει εισιτήριο. Τους δίνω το ευρώ. Ποιος σώνει ποιον ακριβώς εκείνη τη στιγμή; Κοιτάω τα μάτια τους και αναρωτιέμαι ποιος είναι πιο τυχερός. Αυτοί στον κόσμο τους ή εγώ στο δικό μου; Απομακρύνομαι βιαστικά και τους αφήνω πίσω μου να αιωρούνται και να χαζογελάνε, ευτυχισμένοι μάλλον.

Τελικά μπαίνω στο Μετρό. Ουφ! Πάω σπίτι. Ακούω τον απαίσιο ήχο - σύνθημα να κλείσουν οι πόρτες, λες και είμαι στο ψυχιατρείο και βγάζω το βιβλίο μου. Μπα, δεν υπάρχει περίπτωση… Μία δυνατή φωνή με ξεσηκώνει:

«Ακούστε με σας παρακαλώ, ακούστε με! Βγήκα πριν ένα μήνα από τη φυλακή. Βοηθείστε με να μην ξαναμπώ. Είμαι καθαρός, αλλά δεν βρίσκω δουλειά πουθενά». Ούτε κι εγώ θα ξαναβρώ, σκέφτομαι, και δεν ξέρω καν πού είναι η φυλακή. Για φαντάσου, έχουμε κάτι κοινό με αυτόν τον τύπο.
Βγαίνω τρέχοντας στην Εθνική Άμυνα (Φαντάσου να μην υπήρχε και αυτό το υπουργείο, τι θα γινόταν στη χώρα μας… Εδώ υπάρχει και μας έχει επιτεθεί ολόκληρο ΔΝΤ. Εθνική Άμυνα; Τι είναι αυτό; Ένας απλός σταθμός Μετρό μάλλον και τίποτα άλλο).

Κι όμως, το βράδυ, που όλη η φύση ησυχάζει, εγώ ακόμη δεν έχω βρει την ησυχία μου... Κάθομαι για φαγητό σε μια ταβέρνα και να η παρέα με τους χαρούμενους οργανοπαίχτες να κρέμεται από πάνω μας. Τραγούδια των αδελφών Κατσάμπα, μου σηκώνουν την τρίχα, και το πιρούνι με τη φάβα προσγειώνεται εκνευρισμένο στο πιάτο. Ο παραλίγο Ισπανός τραγουδιστής, κουνάει το ντέφι όλο νεύρο και το απλώνει δίπλα μου να τον επιβραβεύσω. Αναρωτιέμαι τι θα ‘πρεπε να είχα κάνει, για να μη συναντήσω όλους αυτούς τους καημένους που με περιτριγυρίζουν από τις 8 το πρωί που βγήκα στους δρόμους.

Η βενζίνη φταίει για όλα. Η ΒΡ, η Shell και τα Εμιράτα. Αλλιώς, θα είχα πάρει το αυτοκίνητό μου. Τον Πακιστανό που μου καθαρίζει τα τζάμια τον έχω μάθει με το μικρό του όνομα. Δεν πα’ να το ‘χω πλύνει πριν τρία λεπτά; Εκείνος απτόητος θα έρθει να μου το ξαναπλύνει. Θα ‘ρθει κι ο άλλος ο ιωδέ, με τα λουλούδια του νεκροταφείου. Θα κολλήσω και γρίπη για να πάρω και τα χαρτομάντιλα του φίλου μου του Ινδού. Θα καπνίζω με την ησυχία μου, θα παρκάρω στο Κολωνάκι με 80 ευρώ την ώρα ή δεν θα βρω να παρκάρω πουθενά και θα γυρίσω σπίτι, αλλά θα έχω τουλάχιστον την τύχη να είμαι μόνη μου στο αυτοκίνητό μου. Παρέα με το ραδιόφωνο και τις απίστευτες πρωινές εκπομπές να με ξεκουφαίνουν με τους πανέξυπνους διαγωνισμούς του στυλ: για ποια Ελληνίδα τραγουδίστρια γράφτηκε το τραγούδι «Δώδεκα». Για τη Σοφία Βέμπω, την Άννα Βίσση ή μήπως για την Όλγα Τρέμη. Δύσκολη ερώτηση και μια πιο δύσκολη ταλαιπωρεί το μυαλό μου: Το «Φεύγω» γράφτηκε για τη Χαρούλα, για εσένα ή για εμένα τελικά;

Ελίνα Λαζαρίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου